- γλυκόπιοτος
- -η, -ο (Μ γλυκόποτος, -ον)(για ποτά και τσιγάρα) αυτός που έχει ευχάριστη γεύση.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκο-* + πίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκόπιοτος — η, ο (για ποτά), ο ευχάριστος στη γεύση: Ήπιαμε γλυκόπιοτο κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek
γλυκόποτος — ον βλ. γλυκόπιοτος … Dictionary of Greek
ηδύγευστος — η, ο γλυκός στη γεύση, γλυκόπιοτος («φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γευστός (< γεύομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek